φιλοδίκαιον

φιλοδίκαιον
φιλοδίκαιος
loving the right
masc/fem acc sg
φιλοδίκαιος
loving the right
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοδίκαιος — η, ο / φιλοδίκαιος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά το δίκαιο, φίλος της δικαιοσύνης, αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα τής δικαιοσύνης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδίκαιον η αγάπη για τη δικαιοσύνη, για το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”